εκκωφαντικός

εκκωφαντικός
-ή, -ό
(για κρότο) αυτός που μπορεί να προκαλέσει κώφωση, πολύ δυνατός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκκωφαντικός — ή, ό επίρρ. ά (για ήχους και κρότους), που ξεκουφαίνει, που μπορεί να ξεκουφάνει, πολύ δυνατός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”